- ελαφρολόγος
- ο (θηλ. ελαφρολόγα, η)ο ελαφρόλογος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ελαφρόλογος — η, ο ο αλαφρόλογος, αυτός που λέει ελαφρά, επιπόλαια λόγια … Dictionary of Greek
-λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που … Dictionary of Greek